ὁλοτελής

ὁλοτελής
цельный, законченный, завершенный.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ὁλοτελής" в других словарях:

  • ὁλοτελῆς — ὁλοτελής quite complete masc/fem acc pl (attic epic doric) ὁλοτελής quite complete masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελής — quite complete masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοτελής — ές (ΑΜ ὁλοτελής, ές) πλήρης, τέλειος, εντελής. επίρρ... ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + τελής (< τέλος), πρβλ. νεο τελής] …   Dictionary of Greek

  • ὁλοτελῆ — ὁλοτελής quite complete neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁλοτελής quite complete masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελεῖ — ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελεῖς — ὁλοτελής quite complete masc/fem acc pl ὁλοτελής quite complete masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελές — ὁλοτελής quite complete masc/fem voc sg ὁλοτελής quite complete neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελοῦς — ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελῶν — ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελῶς — ὁλοτελής quite complete adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»